παρανόμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρανόμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρανόμως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράνομ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παρανόμως



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρανόμως < παράνομ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παρανόμως