παραξηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραξηλώνω < παρα- + ξηλώνω

παραξηλώνω

  1. ξηλώνω περισσότερο από όσο πρέπει

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  1. παραξήλωμα
  2. παραξηλωμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]