παραπεμπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραπεμπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραπεμπτικός (παραπεμπτικό έγγραφο ή έντυπο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραπεμπτικό ουδέτερο
- ειδικό έγγραφο με το οποίο ο γιατρός παραπέμπει τον ασθενή για εξετάσεις ή σε άλλον γιατρό
- χωρίς παραπεμπτικό από τον παθολόγο δεν μπορώ να σας κάνω αυτήν την εξέταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παραπεμπτικό
- αιτιατική ενικού του παραπεμπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παραπεμπτικός