παραπλεύρως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραπλεύρως < παράπλευρος + -ως < παρά + πλευρά

Επίρρημα

[επεξεργασία]

παραπλεύρως

  • δίπλα σε κάτι
    Το κατάστημα που ψάχνετε είναι παραπλεύρως της Εθνικής Τράπεζας.