παραπλεύρως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραπλεύρως < παράπλευρος + -ως < παρά + πλευρά
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραπλεύρως
- δίπλα σε κάτι
- Το κατάστημα που ψάχνετε είναι παραπλεύρως της Εθνικής Τράπεζας.