παραπληγίη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραπληγίη < αρχαία ελληνική παραπλήσσω / παραπλήττω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραπληγίη θηλυκό