παραπονούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραπονούμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος παραπονούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]παραπονούμενος, -η, -ο
- που παραπονείται για κάτι, που διατυπώνει ένα παράπονο με ανεπίσημο ή επίσημο τρόπο
- Πήγε στο λυκειάρχη παραπονούμενος για τη συμπεριφορά του φιλολόγου του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραπονούμενος