παρασκευαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασκευαστής < αρχαία ελληνική παρασκευαστής < παρασκευάζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préparateur[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρασκευαστής αρσενικό (θηλυκό παρασκευάστρια)
- κάποιος που παρασκευάζει κάτι
- (επάγγελμα) βοηθητικός συνεργάτης εργαστηρίου που προετοιμάζει τα διάφορα όργανα κι ό,τι άλλο χρειάζεται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάποιος που παρασκευάζει κάτι
- ↑ παρασκευαστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)