παραστάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραστάδα < αρχαία ελληνική παραστάς < παρά + ἵσταμαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραστάδα θηλυκό
- δοκός στα πλαϊνά της πόρτας
- (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή κολόνα τετράγωνου σχήματος εκατέρωθεν ενός ανοίγματος του κτηρίου (πόρτα, παράθυρο) ως δομικό ή διακοσμητικό στοιχείο