παραστατικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραστατικό τα παραστατικά
      γενική του παραστατικού των παραστατικών
    αιτιατική το παραστατικό τα παραστατικά
     κλητική παραστατικό παραστατικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

παραστατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραστατικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραστατικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παραστατικό