παρασυμπαθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασυμπαθητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parasympathetic < παρά + συμπαθητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]παρασυμπαθητικός
- σχετικός με το παρασυμπαθητικό σύστημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρασυμπαθητικός