παρασύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρασύρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρασύρα θηλυκό
παρασύρα: από το παρά σέρνω = σκουπίζω ( η παρασύρα φτιαχνόταν από βούρλα και την χρησιμοποιούσαν για να σκουπίζουν πιό πολύ εξωτερικούς χώρους αλλά και το σπίτι.)