παρασύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρασύρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρασύρα θηλυκό

παρασύρα: από το παρά σέρνω = σκουπίζω ( η παρασύρα φτιαχνόταν από βούρλα και την χρησιμοποιούσαν για να σκουπίζουν πιό πολύ εξωτερικούς χώρους αλλά και το σπίτι.)