παρατρέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρατρέπω < αρχαία ελληνική παρατρέπω < παρά + τρέπω
Ρήμα
[επεξεργασία]παρατρέπω
- (αρχαιοπρεπές) τρέπω σε άλλη κατεύθυνση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παρατετραμμένος
- παρατροπή
- παράτροπος
- → δείτε τις λέξεις παρά και τρέπω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρατρέπω
|