παραφίνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραφίνωση | οι | παραφινώσεις |
γενική | της | παραφίνωσης* | των | παραφινώσεων |
αιτιατική | την | παραφίνωση | τις | παραφινώσεις |
κλητική | παραφίνωση | παραφινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραφινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραφίνωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραφίνωση
|