παραχάραξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραχάραξη οι παραχαράξεις
      γενική της παραχάραξης* των παραχαράξεων
    αιτιατική την παραχάραξη τις παραχαράξεις
     κλητική παραχάραξη παραχαράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραχαράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραχάραξη < (ελληνιστική κοινή) παραχάραξις < αρχαία ελληνική παραχαρράσσω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παραχάραξη θηλυκό

  1. η παραγωγή πλαστού εγγράφου, τίτλου, ιδίως πλαστού χαρτονομίσματος ή κίβδηλου κέρματος
  2. η παραποίηση
    δεν θα δεχτούμε την παραχάραξη της ιστοριας

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]