παραχάραξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραχάραξη | οι | παραχαράξεις |
γενική | της | παραχάραξης* | των | παραχαράξεων |
αιτιατική | την | παραχάραξη | τις | παραχαράξεις |
κλητική | παραχάραξη | παραχαράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραχαράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραχάραξη < (ελληνιστική κοινή) παραχάραξις < αρχαία ελληνική παραχαρράσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραχάραξη θηλυκό
- η παραγωγή πλαστού εγγράφου, τίτλου, ιδίως πλαστού χαρτονομίσματος ή κίβδηλου κέρματος
- η παραποίηση
- δεν θα δεχτούμε την παραχάραξη της ιστοριας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις παραχαράζω και χαράζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραχάραξη