παραχαϊδεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραχαϊδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παραχαϊδεύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾa.xai̯.ðeˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χαϊ‐δε‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]παραχαϊδεμένος, -η, -ο
- υπερβολικά χαϊδεμένος, που έχει μάθει να του κάνουν όλα τα χατίρια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραχαϊδεμένος
|