παρεκτρέπομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρεκτρέπομαι < αρχαία ελληνική παρεκτρέπομαι < παρεκτρέπω

παρεκτρέπομαι

  1. βγαίνω από το δρόμο μου
    φορτηγό όχημα παρεκτράπηκε της πορείας του και παρέσυρε έναν περαστικό
  2. (κατ’ επέκταση) βγαίνω από το σωστό δρόμο, συμπεριφέρομαι ή ενεργώ με τρόπο που δεν είναι ευπρεπής, κόσμιος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]