παρεμποδιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρεμποδιστικά < παρεμποδιστικός + -ά < παρεμποδίζω + -τικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]παρεμποδιστικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- παρεμποδιστικός
- → δείτε τις λέξεις παρεμποδίζω, εμποδίζω, εμπόδιο και πόδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρεμποδιστικά
|