παρκετάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παρκετάρω < παρκέτο + -άρω < ιταλική parchetto < γαλλική parquet
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /paɾ.ceˈta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐κε‐τά‐ρω
Ρήμα
[επεξεργασία]παρκετάρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη παρκέ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρκετάρω
|