παροτρυντικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παροτρυντικώς < παροτρυντικός + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]παροτρυντικώς (τροπικό επίρρημα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του παροτρυντικά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παροτρυντικώς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- παροτρυντικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)