παρρησιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρρησιαστικός < αρχαία ελληνική παρρησιαστικός < παρρησιάζομαι < παρρησία < πᾶς + ῥῆσις
Επίθετο
[επεξεργασία]παρρησιαστικός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρρησιαστικός
|