παρτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]παρτάρω
- (προφορικό) συμμετέχω σε πάρτι ή το διοργανώνω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρτάρω
|