παρωνυχίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρωνυχίδα < (ελληνιστική κοινή) παρωνυχίς < παρά + ὄνυξ + -ίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρωνυχίδα θηλυκό
- δερματικό εξόγκωμα που δημιουργείται στο πλάι, και συνήθως κοντά στη βάση, του νυχιού
- (μεταφορικά) ασήμαντο πρόβλημα που όμως μας ταλαιπωρεί