πασίγνωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασίγνωστος < αρχαία ελληνική πασίγνωστος < πᾶς + γνωστός
Επίθετο
[επεξεργασία]πασίγνωστος, -η, -ο
πασίγνωστος, -η, -ο