παστουρμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παστουρμάς οι παστουρμάδες
      γενική του παστουρμά των παστουρμάδων
    αιτιατική τον παστουρμά τους παστουρμάδες
     κλητική παστουρμά παστουρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παστουρμάς

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παστουρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική pastırma +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.stuɾˈmas/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παστουρμάς αρσενικό

  • είδος αλλαντικού που αποτελείται από πιεσμένο, παστωμένο και ψημένο κρέας το οποίο περιβάλλεται από στρώμα μπαχαρικών με έντονη και χαρακτηριστική μυρουδιά

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]