πατατιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατιά οι πατατιές
      γενική της πατατιάς των πατατιών
    αιτιατική την πατατιά τις πατατιές
     κλητική πατατιά πατατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατατιά < πατάτ(α) + -ιά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.taˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τα‐τιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατατιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]