πατεντάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατεντάτος < ιταλική patentato < patente < λατινική patens, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος pateo
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.tenˈda.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τε‐ντά‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]πατεντάτος
- (οικείο) αυθεντικός, γνήσιος (κατά τη γνώμη των περισσότερων)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πατέντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατεντάτος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)