πατούχας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατούχας < μεσαιωνική ελληνική πατούχα δηλ. πατούσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατούχας αρσενικό

  • εκείνος που έχει μεγάλο πέλμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]