πατριαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατριαρχία < πατήρ + -αρχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατριαρχία θηλυκό
- (κοινωνιολογία) το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ο πατέρας ή γενικότερα ο άντρας κυριαρχούν στην οικογένεια και την κοινωνία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατριαρχία