πατριαρχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατριαρχία οι πατριαρχίες
      γενική της πατριαρχίας των πατριαρχιών
    αιτιατική την πατριαρχία τις πατριαρχίες
     κλητική πατριαρχία πατριαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατριαρχία < πατήρ + -αρχία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατριαρχία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]