πατριδογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατριδογνωσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η γνώση της πατρίδας καθενός
- (εκπαίδευση) μάθημα που διδασκόταν στις τάξεις του δημοτικού στην Ελλάδα, με εκμάθηση βασικών στοιχείων της γεωγραφίας της χώρας και των περιοχών της
- ※ Ας ξεκινήσουμε με το μάθημα της Πατριδογνωσίας που αφορούσε τις μικρές τάξεις. Την Πρώτη, τη Δευτέρα και μερικές φορές και την Τρίτη Δημοτικού. Η Πατριδογνωσία ήταν κάτι σαν Γεωγραφία, σαν Θρησκευτικά, σαν Φυσική Πειραματική, σαν κάτι το απροσδιόριστο και γλυκό (από ανάρτηση, στο ιστολόγιο lolanaenaallo. 2013/02)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατριδογνωσία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γνωσία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκπαίδευση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)