πατριδολατρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατριδολατρία < πατριδολάτρ(ης) + -ία.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε (πατρίς) πατριδ- + -ο- + -λατρία (λατρεία)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.tɾi.ðo.laˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐δο‐λα‐τρί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατριδολατρία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατριδολατρία
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πατριδολατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας