πατρογονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.tɾo.ɣo.niˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]πατρογονικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους προγόνους, προέρχεται απ’ αυτούς ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- ※ Στο σπίτι βρήκα τα όπλα τα πατρογονικά και το πιστόλι του μακαρίτη του πατέρα μου μέσα στην κασέλα. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
- (ουσιαστικοποιημένο) πατρογονικά