πατρονάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατρονάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική patronn(er) + -άρω < patron < λατινική patronus[1] < pater < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.tɾoˈna.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τρο‐νά‐ρω

πατρονάρω, αόρ.: πατρονάρισα, παθ.φωνή: πατρονάρομαι, π.αόρ.: πατροναρίστηκα, μτχ.π.π.: πατροναρισμένος [2]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).