πατρωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατρωνυμία < (ελληνιστική κοινή) πατρωνυμία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατρωνυμία θηλυκό
- όταν το επώνυμο κάποιου έχει προκύψει από το βαφτιστικό όνομα του πατέρα του
- Σπύρος > Σπυρόπουλος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατρωνυμία
|