πατσίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατσίζω < πάτσ(ι) + -ίζω

πατσίζω

  • κάνω σε κάποιον ότι μου έκανε ή κάτι παρόμοιο ώστε να είμαστε στα ίσα, πάτσι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • στον αθλητισμό, για πρόσκαιρο ή τελικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιείται το ισοφαρίζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]