πατσίτσες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατσίτσες < πατσάς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατσίτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

πατσίτσες αρνίσιες κοκκινιστές

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  πατσάς