πατσαβουριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατσαβουριάζω < πατσαβούρα + -ιάζω < βενετικά spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινικά spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)

πατσαβουριάζω (παθητική φωνή: πατσαβουριάζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]