παφιοπέδιλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παφιοπέδιλο τα παφιοπέδιλα
      γενική του παφιοπέδιλου των παφιοπέδιλων
    αιτιατική το παφιοπέδιλο τα παφιοπέδιλα
     κλητική παφιοπέδιλο παφιοπέδιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Paphiopedilum hennisianum

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παφιοπέδιλο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική paphiopedilum[1] < αρχαία ελληνική Πάφος + πέδιλον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.fioˈpe.ði.lo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παφιοπέδιλο ουδέτερο

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Ονομάστηκε έτσι στα 1886 από τον Γερμανό βοτανολόγο Ernst Hugo Heinrich Pfitzer