πείσμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πείσμων < πείσμα
Επίθετο
[επεξεργασία]ο, η πείσμων, το πείσμον (γενική, του πείσμονος)
- ο πεισματάρης, αυτός που δύσκολα αλλάζει γνώμη παρά τα λογικά επιχειρήματα που επικαλούνται όσοι θέλουν να τον μεταπείσουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πεισμονή
- πεισματικός
- πείσμωμα
- πεισμώνω
- πειστικός (από θέμα πείθ-)