πεδίο βολής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεδίο βολής < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πεδίο βολής ουδέτερο
- περιοχή που χρησιμοποιείται για να γίνονται βολές (πυροβόλων όπλων ή άλλων συστημάτων μάχης) για εκπαιδευτικούς ή δοκιμαστικούς σκοπούς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεδίο βολής
|