πεζοκεφαλαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεζοκεφαλαία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεζοκεφαλαία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • η χρησιμοποίηση πεζών και κεφαλαίων γραμμάτων στη γραφή, όπως προβλέπεται από τη γραμματική και το συντακτικό της κάθε γλώσσας, σε αντίθεση με τη γραφή μόνο με κεφαλαία ή μόνο με πεζά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]