πεινώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πεινῶ, πίνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεινώ < αρχαία ελληνική πεινῶ

πεινώ και πεινάω

  • νιώθω ως σωματική αίσθηση την ανάγκη να φάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]