πενηνταράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πενηνταράκι | τα | πενηνταράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πενηνταράκι | τα | πενηνταράκια |
κλητική | πενηνταράκι | πενηνταράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πενηνταράκι < πενηντάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.nin.daˈɾa.ki/ & /pe.in.daˈɾa.ki/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐νη‐ντα‐ρά‐κι
- τονικό παρώνυμο: πενηντάρικο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πενηνταράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πενηντάρι
- νόμισμα πενήντα λεπτών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πενηνταράκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)