πενθημιμερής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πενθημιμερής | η | πενθημιμερής | το | πενθημιμερές |
γενική | του | πενθημιμερούς* | της | πενθημιμερούς | του | πενθημιμερούς |
αιτιατική | τον | πενθημιμερή | την | πενθημιμερή | το | πενθημιμερές |
κλητική | πενθημιμερή(ς) | πενθημιμερής | πενθημιμερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πενθημιμερείς | οι | πενθημιμερείς | τα | πενθημιμερή |
γενική | των | πενθημιμερών | των | πενθημιμερών | των | πενθημιμερών |
αιτιατική | τους | πενθημιμερείς | τις | πενθημιμερείς | τα | πενθημιμερή |
κλητική | πενθημιμερείς | πενθημιμερείς | πενθημιμερή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πενθημιμερής < ελληνιστική κοινή πενθημιμερής < αρχαία ελληνική πέντε + ελληνιστική κοινή ἡμιμερής < αρχαία ελληνική ἡμι- + μέρος
Επίθετο
[επεξεργασία]πενθημιμερής
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πενθημιμερής
|