πεντάκλωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πεντάκλωνος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει πέντε κλώνους (για φυτό)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του πεντάκλωστος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεντάκλωνος
|