πεντάλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Πεντάλ ποδηλάτου.
Πεντάλ εκκλησιαστικού οργάνου.
Πεντάλ πιάνου.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεντάλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική pédal (θηλυκό) < ιταλική pedale < ουδέτερο του λατινική pedalis < pēs, pedis (πόδι, ποδιού)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈdal/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντάλ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεντάλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (τεχνολογία) ποδοκίνητος μοχλός που προκαλεί κίνηση
    πεντάλ ποδηλάτου, αυτοκινήτου
    μορφές: προφορικός λόγος, για το ποδήλατο: πετάλι, πεντάλι
  2. (μουσική) τα ποδοκίνητα πλήκτρα του εκκλησιαστικού οργάνου
  3. (μουσική) ποδοκίνητος μοχλός μουσικού οργάνου που προκαλεί διάφορα εφέ

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

μουσικοί όροι:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

μουσικοί όροι:

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεντάλ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)