πεντάρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πεντάρικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με πεντάρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει αξία μιας πεντάρας
- (μεταφορικά) που δεν έχει μεγάλη αξία (συνήθως για ρητορικό λόγο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεντάρικος
|