πενταπλάσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πενταπλάσια < πενταπλάσιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πενταπλάσια

  • πέντε φορές περισσότερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πενταπλάσια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πενταπλάσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πενταπλάσιος