πεντόφραγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεντόφραγκο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) νόμισμα πέντε φράγκων
- (μεταφορικά) το πεντάδραχμο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεντόφραγκο
|