περίπαθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]περίπαθος, -η, -ο
- ο παθιασμένος, που διακατέχεται από πάθη
- ※ ο περίπαθος ταξιδιώτης, ο μαγευτικός πεζογράφος, ο λυρικός ποιητής (Νέα Εστία, 1998)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίπαθος
|