περίσσευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίσσευμα τα περισσεύματα
      γενική του περισσεύματος των περισσευμάτων
    αιτιατική το περίσσευμα τα περισσεύματα
     κλητική περίσσευμα περισσεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περίσσευμα < (ελληνιστική κοινήπερίσσευμα < αρχαία ελληνική περισσεύω < περισσός / περιττός < περί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾi.sev.ma/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίσσευμα ουδέτερο

  1. αυτό που περισσεύει
     συνώνυμα: αφθονία, περίσσεια, πλεόνασμα
  2. (ειδικότερα) η επιπλέον μερίδα φαγητού που δίνεται σε κάποιον

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]